- ατμάμαξα
- ηη ατμομηχανή, όχημα με μηχανή και λέβητα παραγωγής ατμού που χρησιμοποιείται για την έλξη σιδηροδρομικών οχημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατμάμαξα — η η ατμομηχανή (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
ατμομηχανή — η 1. μηχανή που παράγει κίνηση από την παλινδρομική κίνηση ενός εμβόλου μέσα σε έναν κύλινδρο με τη βοήθεια ατμού 2. η ατμάμαξα του σιδηροδρομικού συρμού … Dictionary of Greek
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
λοκομοτίβ — το, και λοκομοτίβα, η ατμομηχανή, ατμάμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. locomotive < loco (< λατ. loco, αφαιρετική τού locus, i «τόπος») + motive (< υστερολατ. motivus «κινητικός, αυτός που μπορεί να κινηθεί»)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Σιδηροδρομικό (Αθηνών) — Το πρώτο του είδους του της χώρας μας στεγάζεται σε ένα παλιό αμαξοστάσιο από το 1979 (Σώκου 4 & Λιοσίων 301, Σεπόλια). Στην κατάλληλα διαμορφωμένη κεντρική αίθουσα του αμαξοστασίου φιλοξενούνται μερικά θαυμάσια δείγματα από τις αμαξοστοιχίες που … Dictionary of Greek